- ὑποκολακευόμενοι
- ὑποκολακεύωflatter a littlepres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκολακεύω — Α κολακεύω με επιτήδειο τρόπο («ἀπολαυόντες εὐδαιμονίας καὶ ὑποκολακευόμενοι καὶ ῥαθυμοῡντες τρέπωνται πρὸς ὕβριν», Πολ.) … Dictionary of Greek